παντοδίδακτος

παντοδίδακτος
-η, -ο / παντοδίδακτος, -ον, ΝΑ
αυτός που διδάχθηκε τα πάντα, που έμαθε τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + -δίδακτος (< διδάσκω), πρβλ. νεο-δίδακτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παντοδίδακτον — παντοδίδακτος all learned masc/fem acc sg παντοδίδακτος all learned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”